Στα τέλη του 19oυ αιώνα η Αθήνα τραβούσε τα βλέμματα των περιηγητών, αφού παρουσίαζε την εικόνα της συνύπαρξης μνημείων με ζωή χιλιετηρίδων και νεότερων στοιχείων. Αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς, διεκδικούσε τη θέση της ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, διψούσε για ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα καλούνταν να εξυπηρετήσει τις δεκάδες χιλιάδες των Ελλήνων που εγκατέλειπαν τις εστίες τους για να
αναζητήσουν καλύτερη τύχη στην Αθήνα.
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Ενώ, στα τέλη του 19ου αιώνα, η ρυμοτομία της καλύπτει 14.100 στρέμματα, κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα απλώνεται στα 19.430 στρέμματα. Με εντυπωσιακή ταχύτητα μετατρέπονταν σε συνοικίες περιοχές οι οποίες λίγες δεκαετίες νωρίτερα ήταν «αγροί σιτοφόροι και αμπελώνες». Με δεσπόζουσα πάντα την Ακρόπολη, η Αθήνα βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αφού εκπροσωπούσε τις ελπίδες και τα όνειρα ενός ολόκληρου λαού. Η ανάδειξη των Αθηνών εκείνης της εποχής παρουσιάζει πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού λειτούργησε ως «γέφυρα» προόδου και πολιτισμού μεταξύ ανατολής και δύσης.
Το κέντρο
Από την πλατεία Ομονοίας, την οποία σκίαζαν ψηλοί φοίνικες, ξεκινούσαν οι κυριότεροι οδικοί άξονες. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ήταν από τα πρώτα κτίρια τα οποία κτίσθηκαν κατά μήκος της αγροτικής οδού, που οδηγούσε στο εξοχικό προάστιο των Πατησίων. Τη δενδροφυτευμένη οδό Σταδίου κοσμούσαν ήδη τα πρώτα δημόσια κτίρια, ενώ μία από τις πιο λαμπρές οδούς της πόλεως ήταν η οδός Πανεπιστημίου. Η αποκαλούμενη «αθηναϊκή τριλογία» (Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη, Σιναία Ακαδημία και Πανεπιστήμιο) και το Ζάππειο κατατάσσονταν από τότε στα επιτυχή δείγματα ευρωπαϊκής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Ακολουθούσαν τα Ανάκτορα, δηλαδή η σημερινή Βουλή των Ελλήνων, κτισμένα μεταξύ των ετών 1836-1842 σε σχέδια του Friedrich von Gartner. Νοτίως και βορείως των Ανακτόρων ο Βασιλικός Κήπος, φτιαγμένος στο πρότυπο του Αυτοκρατορικού Κήπου του Μονάχου έδινε πάντα τη δική του πινελιά αισιοδοξίας και πολιτισμού.
Το Ζάππειο, προορισμένο για εμπορικές εκθέσεις και δραστηριότητες, σε συνδυασμό με το Παναθηναϊκό Στάδιο δήλωναν την αποφασιστικότητα για πρόοδο και ευημερία, δίνοντας ταυτόχρονα την πρωτοκαθεδρία στην Ελλάδα για τον νέο θεσμό που έμελε να κατακτήσει τον κόσμο, τους αναβιωμένους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κοντά τους τα γυμναστήρια του Ιωάννη Φωκιανού, του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου και του Lawn Tennis Club Aθηνών συνέβαλαν στην ένταξη της ελληνικής πρωτεύουσας και στο κοσμοπολίτικο κατεστημένο της εποχής. Στην ίδια περιοχή κήποι και υπαίθρια θέατρα, όπως το θέατρο των «Ιλισσίδων Μουσών» (μετέπειτα «Παράδεισος»), ο «Απόλλων» και ο «Παρθενών» έδιναν ιδιαίτερο χρώμα στην πόλη.
Στα τέλη του 19ου αιώνα έχει αλλάξει ριζικά η αρχιτεκτονική μορφή της πρωτεύουσας αλλά και γενικότερα η οργάνωση και ο τρόπος ζωής. Τις καμήλες και τις άμαξες αντικατέστησαν οι ιπποκίνητοι σιδηρόδρομοι. Από το 1869 λειτουργούσε ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς και από το 1885 το περίφημο «θηρίο». Τα παλαιά λαδοφάναρα αντικαταστάθηκαν από τα φανάρια γκαζιού και στις συνοικίες εξαπλώνονταν τα υπαίθρια θέατρα και τα εξοχικά κέντρα. Το Νέο Φάληρο γίνεται το κατεξοχήν θέρετρο της πρωτεύουσας, ενώ τους Αθηναίους προσείλκυε και η εξοχική Κηφισιά.
Οι γειτονιές
Οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της είναι η Πλάκα, η Βλασσαρού (η γειτονιά που εξαφανίστηκε αργότερα από τις ανασκαφές για την ανακάλυψη της αρχαίας αγοράς) και η γειτονιά του Ψυρρή. Η ανάπτυξή της κατευθύνεται κυρίως προς τις περιοχές Πετραλώνων (όπου εγκαθίσταται το εργοστάσιο Πουλόπουλου), Ρουφ, Βοτανικού, Ακαδημίας Πλάτωνος, Κολωνού, Πατησίων και Εξαρχείων, παρά το γεγονός ότι το σχέδιο πόλης είχε επεκταθεί και προς τις περιοχές Παγκρατίου και Αμπελοκήπων. Και ενώ τα σημερινά Κάτω Πετράλωνα παραμένουν χωράφια και κατσικότοπος, η απογραφή του 1896 καταγράφει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη 841 κατοίκους.
Η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών – Πελοποννήσου είχε ως όριο το ύψος περίπου της σημερινής πλατείας Αττικής και του Αγίου Παντελεήμονος. Ως «ωραία εξοχή» διαφημιζόταν η περιοχή της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη, «όπου υπάρχουν πολλαί ευανθείς επαύλεις, κήποι και οικίαι αγροτών», όπως έγραφε οδηγός της εποχής.
Από εκεί το όριο της πόλης κατευθυνόταν στην εξοχική περιοχή του Πεδίου του Άρεως όπου δέσποζαν οι μονάδες του Ιππικού. Προχωρώντας προς τον λόφο του Στρέφη, η τελευταία ονοματισμένη οδός ήταν η Καλλιδρομίου, ενώ ακραία σημεία ήταν ο Ναός του Αγίου Νικολάου και η Γαλλική Σχολή.
Η Αμερικανική Σχολή και ο Ευαγγελισμός σηματοδοτούσαν το όριο της πόλης προς τους Αμπελόκηπους, που τότε καταγραφόταν ως «χωρίον». Στη δε συμβολή των λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας δέσποζε η έπαυλη Mon Caprice του Νικολάου Θών. Τέλος το Παγκράτι και γενικότερα η περιοχή πίσω από τον Ιλισό βρισκόταν υπό σχεδιασμό, ενώ αραιοκατοικημένη ήταν και η περιοχή του Μακρυγιάννη και το Κουκάκι.
Η ελληνική πρωτεύουσα, λοιπόν είχε τα χαρακτηριστικά μιας νεόκτιστης ευρωπαϊκής πόλης, εξαιρουμένου βεβαίως του τμήματος κάτω από την Ακρόπολη, δηλαδή του παλαιού τμήματος, το οποίο διατηρούσε τα επί τουρκοκρατίας χαρακτηριστικά του και τη δαιδαλώδη ρυμοτομία του. Παρά το γεγονός ότι υστερούσε σε οργάνωση, αφού δεν έπαψε να παραμένει πρωτεύουσα ενός φτωχού κράτους, αφενός η ιστορία και αφετέρου το όραμα και η διαρκής παραγωγή ενός πλούσιου ιδεολογικού περιβάλλοντος κατέτασσαν την Αθήνα στις ελκυστικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
.